Τυχεροί είστε, μας έλεγαν, εσείς δεν ζήσατε Πόλεμο, δεν ζήσατε Πείνα,
δεν ζήσατε Κατοχή, δεν ζήσατε Χούντα, και ήτανε βέβαιοι, αμαθείς κι
αυτοί, ότι όλα αυτά πια περάσανε και δεν πρόκειται να ξαναρθούν ποτέ.
Τώρα που έγινε η θάλασσα γιαούρτι, χάσαμε το κουτάλι, λέγανε για τους
εαυτούς τους κι εμείς δεν κατανοούσαμε ούτε μπορούσαμε να νιώσουμε στο
παραμικρό τα λόγια τους, σαν παραμύθια ακούγονταν στ’ αυτιά μας, σαν
ιστορίες εποχών παλαιών, περασμένων ανεπίστροφα. Τίποτα δεν μας άγγιζε,
άτρωτοι ήμασταν. Ούτε η παλιά δυστυχία μάς αφορούσε, ούτε το ότι ήμασταν
“τυχεροί” όπως λέγανε. Η κάθε γενιά ζει την εποχή που της έλαχε, απλά
και κυνικά.