Έκλεισε τα μάτια του. Άρχισε να νιώθει τους κραδασμούς του κινητήρα να διαπερνούν τη ραχοκοκκαλιά του, να κατασπαράζει τη μαύρη άσφαλτο με τα μάτια του, να αισθάνεται το σώμα του εγκλωβισμένο στο βιομηχανικά φτιαγμένο κουκούλι του, το κεφάλι του βαρύ σαν αμόνι να προσπαθεί να αποχωριστεί το σώμα του, τα χέρια του να ματώνουν καθώς προσπαθεί να δαμάσει 760 αφηνιασμένα άλογα.
Ήξερε περισσότερα, ήξερε τα πάντα, ΗΤΑΝ τα πάντα. Ένοιωθε την οργή του ανέμου που ούρλιαζε, καθώς αυτός σφηνωνόταν στα σωθικά του κάτω εκεί, στη μεγάλη ευθεία. Ένοιωθε τα πόδια του να γλιστρούν καθώς ένα άλλο ΕΓΩ τον επιτάχυνε πάνω στο λόφο. Ένοιωθε να καίγεται, σφάδαζε από αγωνία, καθώς Εκείνος τον ανάγκαζε να γδέρνει τα μαυριδερά του λάστιχα πάνω στη σκληροτράχηλη άσφαλτο, καθώς πίεζε τα ελατήρια του ξανά και ξανά, σε κάθε στροφή.
Ήταν ταυτόχρονα οδηγός και οδηγημένος, θύτης και θύμα, σ’ ένα φαύλο κύκλο περφεξιονισμού και αυτοϊκανοποίησης. Ξανά και ξανά, ώσπου δεν υπήρχε πια λάθος, μόνο η αρμονία των κινήσεων μέσα στο χρόνο. Ο τέλειος γύρος………..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου